Η συνάντηση

του Αλέξανδρου Σ. Αλεξάκη

 

14 – Σεπτεμβρίου 1943

Αρχιπέλαγος Αιγαίο

Στενό Σκιάθου – Πηλίου.

 

Υποβρύχιο Υ1 Λάμπρος  Κατσώνης

 Το υποβρύχιο Υ1 πλέει στην επιφάνεια με το προγραμματισμένο από το Αγγλικό ναυαρχείο της Αλεξάνδρειας, σχέδιο περιπολίας του.

Το σκάφος με πολλές αβαρίες είχε αποπλεύσει από την βάση του στην Βηρυτό για περιπολία στο Αιγαίο Έχει ήδη ολοκληρώσει την πρώτη φάση της αποστολής του αποβιβάζοντας στην περιοχή της Καρύστου τον συνταγματάρχη Φραδέλο για μυστική αποστολή στην Εύβοια και έχει εγκαταστήσει επιθετική πολεμική περιπολία στο βορειοδυτικό Αιγαίο, σε τομέα που βρίσκεται στην περιοχή μεταξύ της Σκιάθου και των ανατολικών ακτών του Πηλίου.

Η θάλασσα αυτή την ώρα ησυχάζει. Καθαρός ουρανός, το φεγγάρι καθρεπτίζεται στην θάλασσα, τα άστρα λαμπυρίζουν σαν διαμάντια στο στερέωμα, και όλα μαζί την κάνουν να αστράφτει πολύχρωμα με τα φώτα της αντανάκλασης τους. Κάπως έτσι ονειρευόταν ο Μιχάλης Γκιόκας, από την Σαλαμίνα, που μόλις έχει πάρει το γαλόνι του Υποκελευστού Β.  Απολαμβάνει την στιγμή, από την  γέφυρα του υποβρυχίου. Εκεί είναι επίσης ο Κυβερνήτης Αντιπλοίαρχος Β. Λάσκος, μαζί με τον Ύπαρχο Υποπλοίαρχο Ηλ. Τσουκαλά και τον Βρετανό Ανθυποπλοίαρχο Horgan. Παρατηρούν τριγύρω με τα κιάλια, την επιφάνεια της θάλασσας, τον ορίζοντα προς τον Βορρά, με το άγρυπνο μάτι της υπηρεσίας, βυθισμένοι στις σκέψεις τους.

Το ξεπούλημα μιας ανησυχίας είναι κάτι που τους βαραίνει και θέλουν να την αποβάλλουν.  Δεν επιτρέπει η στιγμή ρεμβασμούς.  Το καθήκον κρίνεται πάνω απ’ όλα. «Εις οιωνός άριστος. Αμύνεσθε περί Πάτρις».

Σε μια στιγμή ο Κυβερνήτης κατεβάζει βεβιασμένα τα κιάλια και γυρίζει προς τον Ύπαρχο δίπλα του.

-Ηλία για δες εκεί σ’ αυτή την κατεύθυνση. Βλέπεις καπνό;

-Ναι έχετε δίκιο, είναι σε μεγάλη απόσταση.

-Να καταδυθούμε …Σε λίγο θα φωτίζεται όλος το τόπος από το ολόγιομο φεγγάρι..

-Έχετε δίκιο. Μάλλον είναι το πλοίο που μας είπαν.  Έφυγα.

Αμέσως όλοι κατέρχονται στο εσωτερικό έτοιμοι προς κατάδυση. Το υποβρύχιο αρχίζει την διαδικασία κατάδυσης. Ο Λάσκος αρπάζει το περισκόπιο. Απευθύνεται προς τον πηδαλιούχο σε έντονο ύφος..

-Αντωνίου, Αυτού πορεία.

Το υποβρύχιο έβαλε πλώρη προς τον καπνό. Πρέπει να είναι το το επιταγμένο μεταγωγικό SIΝFRA που μεταφέρει Γερμανούς στρατιώτες από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Σε λίγο, ο ανυπόμονος Λάσκος διατάζει ανάδυση με σκοπό να πλησιάσει πιο γρήγορα τον στόχο του.  Πάνω στην γέφυρα και πάλι ο Λάσκος με τα κιάλια στα μάτια βλέπει την σκοτεινή σιλουέτα να πλησιάζει. Ξαφνικά από το πλοίο φαίνονται φωτεινές αναλαμπές. Ο Λάσκος αναπηδά. Καταλαβαίνει. «Κατάδυση» φωνάζει με όλη την δύναμη των πνευμόνων του. Το υποβρύχιο καταδύεται.

Την ίδια στιγμή

Ανοικτά (βόρεια) της Σκιάθου.

 Γερμανικό πολεμικό.

Ανθυποβρυχιακό UJ2101

Ο Erich Leissner ( Έριχ Λάϊσσνερ) υπηρετεί ως υγειονομικός στο πολεμικό πλοίο με τα διακριτικά  UJ2101. Είναι ξαπλωμένος στην κουκέτα της καμπίνας του η οποία σχεδόν κρύβεται πίσω από ένα λεπτό ξύλινο διαχωριστικό τοιχίο με το ιατρείο του σκάφους.  Από το ανοικτό φινιστρίνι, ο καθαρός δροσερός αέρας γεμίζει την καμπίνα καθώς και την εικόνα του τοπίου. Αγναντεύει την θάλασσα έτσι όπως λαμπυρίζουν πάνω της τα άστρα.

Αυτή η βραδιά είναι παράξενη… Μαγική…  Τον μεταφέρει στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε.  Μια μικρή πόλη στη  Βόρεια Ρηνανία, όπου στην είσοδο της η ταμπέλα γράφει με μεγάλα γράμματα Beckum. Οι νοσταλγικές μνήμες και εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη. Είναι η εποχή της γιορτής του τοπικού Αγίου Ρούπερτ. Tου προστάτη Άγιου της γεωργίας. Παιδικές αναμνήσεις: Παιχνίδια,… κούνιες…καρουζέλ …Πάντες. Άλογα στολισμένα και άμαξες φρεσκοζωγραφισμένες κατεβαίνουν από τα γύρω χωριά, γεμάτες μπύρα και τοπικά καλούδια από τα αγροτικά προϊόντα της περιοχής. Παρέλαση με τοπικές ενδυμασίες. Ο κόσμος να χορεύει, να γλεντά και να χαίρεται.

Ο  Έριχ είναι ένα ήσυχο παιδί, λίγο αφελής, ασήμαντος στον κόσμο των νεαρών, ονειροπόλος στον κόσμο των δασκάλων του και πολύ καλός στη πένα. Τα παιδιά της ηλικίας του τον πείραζαν και του έριχναν καρπαζιές με την πρώτη ευκαιρία. Όταν τα άλλα αγόρια άρχιζαν να φλερτάρουν, αυτός ήταν ντροπαλός, ¨μαζεμένος¨. Κανένα κορίτσι δε του χαμογελούσε, ούτε τον ήθελε για καβαλιέρο.

Μερικά χρόνια αργότερα, ο Έριχ, γιατρός πλέον,  δεν είχε ολοκληρώσει καλά- καλά την ειδικότητά του και το Τρίτο Ράιχ ανέλαβε αιφνίδια και υπεύθυνα την συνέχεια της ζωής του. Η μέρα της αναχώρησης του, ήταν μουντή στην ψυχή αλλά και στον ουρανό από όπου κρέμονταν τα σύννεφα σαν σχισμένες κουρελούδες. Η αναχώρηση ήταν βίαιη.  Δε πρόλαβε να αποχαιρετίσει κανέναν, ούτε την Κλάρα την μικροβιολόγο στο κρατικό νοσοκομείο της πόλης που δουλεύανε μαζί και η οποία έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον νεαρό Έριχ. Οι  γονείς του τον είδαν να απομακρύνεται μέσα στο στρατιωτικό καμιόνι. Τον πήραν σχεδόν σηκωτό για να καταταγεί.  Έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο, καθώς το αυτοκίνητο που τον τσουβάλιασαν απομακρυνόταν με υπηρεσιακή ταχύτητα.  Πρόλαβε να δει την μάνα να κρατά ένα μαντίλι και δίπλα της τον πατέρα, με μια ηχηρή βουβαμάρα να κοιτούν προς το μέρος του μέχρι που τους έχασε στη πρώτη στροφή.

Απορροφημένος στις σκέψεις και τις αναμνήσεις του, αποκοιμήθηκε.

Υποβρύχιο Λάμπρος Κατσώνης

Το υποβρύχιο είναι σε περισκοπικό βάθος.  Το περισκόπιο ανιχνεύει άγρυπνο, σαν έντονα μάτια λυγκός. Ο στόχος πλησιάζει επικίνδυνα.

Το κλάξον ουρλιάζει επίμονα. Παρατεταμένα. Σημαίνει Πολεμική έγερση, Τορπίλες.

Ο Μιχάλης πετιέται όρθιος. Και τρέχει στον διάδρομο προς τον πυργίσκο.

Ακούει τα παραγγέλματα του Κυβερνήτη ο οποίος είναι κολλημένος στο περισκόπιο.

Ο Μιχάλης καταλαβαίνει πως έχουνε στόχο.

Όλοι στη θέση τους. Έτοιμοι για επίθεση. Πριν προλάβουν, τρομακτική δόνηση κλονίζει το σκάφος. Τα φώτα τρεμοσβήνουν. Το τιμόνι παρ ολίγο να φύγει από τα χέρια του Αντωνίου. Βόμβες βάθους. Ακολουθεί δεύτερο τράνταγμα πιο δυνατό. Τα φώτα σβήνουν. Οι βελόνες των ενδείξεων των βαθυμέτρων, σταματούν στη θέση τους. Οι μηχανές παύουν να λειτουργούν. Διαρροή από την πρυμναία κάθοδο. Ακολουθεί τρίτη δέσμη βομβών βάθους πιο κοντά. Ο Μιχάλης προσπαθεί να στηριχθεί όρθιος. Της κεντρικής πυξίδας το κρύσταλλο σπάει και μαζί κι άλλα όργανα. Ο Κυβερνήτης διατάζει ανάδυση.  Το υποβρύχιο βαρύτατα τραυματισμένο αναδύεται στην επιφάνεια. Ασάλευτο. Οι μηχανές έχουν σταματήσει πλέον.

Ο Λάσκος ανεβαίνοντας στην γέφυρα, φωνάζει «Πρόσω μωρέ. Πρόσω. Πρόσω» Μαζί του ανεβαίνουν και οι Υποπλοίαρχος Στέφανος Τρουπάκης, κελευστής Λεωνίδας Στάμου, οι υποκελευστές Α. Τσίγκρος και Α. Αντωνίου, ναύτης σηματωρός Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, υποκελευστής Μιχάλης Γκιόκας, υποκελευστής Σπύρος Γκίνης, ηλεκτρ. Νίκος Θυμαράς και ο επίκουρος σημαιοφόρος Παύλος Λαμπρινούδης. Τρέχουν στο κανόνι να δώσουν την ύστατη μάχη. Φωνάζει «Νυν υπέρ πάντων ο Αγών». «Στο όνομα της Πατρίδος». Το κανόνι αρχίζει να βάλει κατά του εχθρικού πλοίου που είναι σε απόσταση περί τα διακόσια μέτρα. Το εχθρικό πλοίο χτυπάει και αυτό με όλα του τα όπλα. Πολλοί από την από ομοχειρία του πυροβόλου πέφτουν νεκροί. Ο Λάσκος γίνεται γεμιστής, κοντά του κι ο Μιχάλης. Μια ριπή πολυβόλου  από το εχθρικό πλοίο βρίσκει τον Λάσκο ο οποίος πέφτει άψυχος πάνω στο κανόνι. Ο Μιχάλης τον παραμερίζει και παίρνει τη θέση του. Συνεχίζει τον άνισο αγώνα με το κανόνι εναντίον του επερχόμενου όγκου. Οι σφαίρες πέφτουν βροχή γύρω του και στο κατάστρωμα. Το εχθρικό πλοίο πλησιάζει ολοταχώς. Ξαφνικά ο Κατσώνης κινείται επιτέλους. Ο Μιχάλης έχει θολώσει από την ένταση της μάχης. Το Γερμανικό πλοίο βρίσκει το υποβρύχιο στην μέση του πρυμναίου καταστρώματος.

Το τράνταγμα είναι δυνατό. Ο Μιχάλης, αισθάνεται ένα δυνατό κτύπημα.  Εκσφενδονίζεται στο προστατευτικό του πυροβόλου, ταυτόχρονα νιώθει ένα κάψιμο στο γόνατο. Το υποβρύχιο αρχίζει να γέρνει. Κατρακυλά στο δάπεδο του γερμένου πυργίσκου και το νερό έχει φτάσει πάνω του.  Τα πόδια του ξερά κρέμονται. Βρίσκεται στο νερό. Προσπαθεί να σταθεί στην επιφάνεια. Μισολιπόθυμος έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου.

 

Ανθυποβρυχιακό UJ2101.

Ο Έριχ ξύπνησε από το ουρλιαχτό του μεγαφώνου που καλούσε στη θέση του όλο το πλήρωμα. Επίκειται επίθεση σε εχθρικό υποβρύχιο. Σε λίγο υπόκωφοι κρότοι συντάραζαν το σκάφος. Εκρήξεις, φωνές. Το καθήκον τον καλεί. Το εχθρικό Υ/Β με τις βολές του πυροβόλου του έχει καταφέρει χτυπήματα στο πλοίο και υπάρχουν τραυματίες. Μέσα στη μάχη αυτός προσπαθεί να τους βοηθήσει. Ξαφνικά αισθάνεται ένα τράνταγμα πρόσκρουσης.  Σε λίγο ακούει μια φωνή

-“Kύριε Δόκιμε. Eλάτε στη γέφυρα γρήγορα. Σας θέλει ο Κυβερνήτης¨

Ο Κυβερνήτης του δίνει την εντολή να μπει σε μια λέμβο και να περισυλλέξουν όποιους βρουν ζωντανούς, όχι τραυματίες. Ο Έριχ υπακούει υπνωτισμένος, αλλά από δω και μπρος σε κάποια άλλη δύναμη.  Παίρνει θάρρος. Η συνείδηση του υψώνεται πάνω από τις υπηρεσιακές διαταγές..

Ο Μιχάλης αισθάνεται να τον σηκώνουν από το νερό και να τον βάζουν πάνω στη λέμβο. Μεταφέρεται στο ιατρείο του σκάφους. Εκεί περιθάλπεται από τον Έριχ με κάθε φροντίδα. Σταματά την αιμορραγία. Με το ίδιο θάρρος αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και ειδοποιεί το ναυτικό  νοσοκομείο στον Πειραιά. Το πλοίο παίρνει διαταγή να μεταβεί στον Πειραιά να αφήσει τον τραυματία και όσους άλλους έχει περισυλλέξει. Φτάνουν στον Πειραιά. Στην αποβάθρα περιμένει νοσοκομειακό αυτοκίνητο. Παραλαμβάνει τον Μιχάλη και τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Ο Έριχ σε όλο αυτό το διάστημα δεν έλειψε από τον Μιχάλη. Του μίλαγε όλη την ώρα κρατώντας τον σε πνευματική εγρήγορση και δίνοντας του κουράγιο. Ο Μιχάλης ήξερε Αγγλικά και οι δυο συνομιλούσαν σ’ αυτή την γλώσσα. Εν τω μεταξύ ο Έριχ του αράδιασε κεφάτος ό,τι αρχαίο ελληνικό ήξερε με Ερασμιακή προφορά. Φράσεις από τον Όμηρο, του Σοφοκλέους και άλλων που έκανε σε ορισμένες στιγμές τον Μιχάλη να γελάσει, ξεχνώντας τη θέση του και τους πόνους..

Χάνονται, ό Μιχάλης μεταφέρεται αργότερα σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Γερμανία και ο Εριχ συνεχίζει να υπηρετεί στο πλοίο του.

 

Επίλογος. 

Σαλαμίνα.

16 Αυγούστου 1966

 Πάντα στις παρελάσεις κατά τις εθνικές εορτές στην πρώτη γραμμή με το παράσημο ανδρείας στο στήθος, από τον Βασιλιά Γεώργιο, βρίσκεται ο Μιχάλης Γκιόκας.

Σήμερα όμως (16 Αυγούστου 1966) είναι μια ξεχωριστή μέρα για την οικογένεια του Μιχάλη, κυρίως για τον ίδιο. Ο Μιχάλης μαζί με την γυναίκα του και τις δυο κόρες  του είναι στο μόλο, στα Παλούκια της Σαλαμίνας. Περιμένουν κάποιον.

Όταν έφτασε το τοπικό καραβάκι – συγκοινωνίας- από τον Πειραιά, πήδηξαν στη στεριά ένας άντρας ίδιας ηλικίας σχεδόν με τον Μιχάλη, μια γυναίκα και μια κοπέλα γύρω στα 16. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν για δευτερόλεπτα και μετά έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Για αρκετή ώρα έμειναν σφιχτά αγκαλιασμένοι. Δεν μιλούσαν. Τα συναισθήματά τους, οι αναμνήσεις τους, αυτά που ήθελαν να πούν, περνούσαν σαν με μυστικό και αόρατο κώδικα μέσα από τα σώματά τους.

Στα μάτια τους, υγρά από δάκρυα χαράς, συγκίνησης, αλληλοεκτίμησης, τα άστρα του ουρανού καθρεφτίζονταν όπως τότε, στην γαλάζια θάλασσα του Αιγαίου.

Ήταν ο Έριχ Λάϊσσνερ, η σύζυγός του Κλάρα και η κόρη τους. Οι τότε εχθροί, ξανασυναντήθηκαν 23 χρόνια μετά, φίλοι πλέον.

Αλέξανδρος Σ. Αλεξάκης.

Ευχαριστίες

 1ον.  Ευχαριστώ πολύ τον Αντιναύρχο Π.Ν. Γεώργιο Ντούνη για το βιβλιογραφικό υλικό της ιστορίας του υποβρυχίου Υ1.

2ον   Την οικογένεια του Μιχάλη Γκιόκα για τις πληροφορίες αυτής της αληθινής ιστορίας.